παραδώνω
Смотреть что такое "παραδώνω" в других словарях:
παραδώνω — παραδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. παρέδωσα τού παραδίδω κατά το σχήμα: ζύγωσα > ζυγώνω] … Dictionary of Greek
παραδώνω — παραδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. παρέδωσα τού παραδίδω κατά το σχήμα: ζύγωσα > ζυγώνω] … Dictionary of Greek